- παρανατολή
- ἡ, Α [παρανατέλλω]ταυτόχρονη ανατολή δύο αστέρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρανατολῶν — παρανατολή simultaneous rising fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρανατολάς — παρανατολά̱ς , παρανατολή simultaneous rising fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)